- πτερυγοειδῶς
- πτερυγοειδήςlike a wingadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτερυγοειδώς — Α επίρρ. βλ. πτερυγοειδής … Dictionary of Greek
πτερυγοειδής — ες, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με πτέρυγα, που έχει σχήμα φτερού (α. «πτερυγοειδής απόφυση» β. «πτερυγοειδῆ νεῡρα», Γαλ.) νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχέση με το σφηνοειδές οστό τής βάσης τού κρανίου (α.… … Dictionary of Greek